Μαιμακτηριῶνα

Μαιμακτηριῶνα
Μαιμακτηριών
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μαιμακτηριῶνα — μαιμακτηριών masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόχος — ο (AM λόχος, Μ και λόγχος) νεοελλ. 1. στρατ. τμήμα πεζικού τού στρατού ξηράς, υποδιαίρεση τού τάγματος, το οποίο διοικείται από λοχαγό 2. πολλά άτομα μαζί 3. φρ. «ιερός λόχος» α) στρατιωτικό σώμα που καταρτίστηκε το 1821 στη Μολδαβία από τον Αλ.… …   Dictionary of Greek

  • Αλαλκομένιος — Μήνας των αρχαίων Βοιωτών, που αντιστοιχούσε στον αττικό Μαιμακτηριώνα, δηλαδή στο διάστημα Νοεμβρίου – Δεκεμβρίου, στη διάρκεια του οποίου οι Βοιωτοί διοργάνωναν γιορτές αφιερωμένες στη μνήμη των πολεμιστών που έπεσαν στη μάχη των Πλαταιών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”